προκλητική

προκλητική
προκλητικός
calling forth
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προκλητικός — ή, ό / προκλητικός, ή, όν, ΝΑ [προκαλῶ] νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να προκαλεί με ερεθιστικούς λόγους ή πράξεις, αυθάδης (α. «προκλητικοί λόγοι» β. «προκλητική συμπεριφορά») 2. αυτός που γίνεται ή φέρεται κατά τρόπο που να δελεάζει, ο …   Dictionary of Greek

  • προκλητικός — ή, ό αυτός που προκαλεί: Προκλητική στάση. – Προκλητική διαγωγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… …   Dictionary of Greek

  • κομμάτι — το (AM κομμάτιον, Μ και κομμάτι[ν]) τμήμα ενός όλου, μέρος, τεμάχιο («κόψε το μήλο σε τέσσερα κομμάτια») νεοελλ. 1. (χωρίς άρθρο, επιρρμ.) λίγη ποσότητα ή λίγος χρόνος (α. «κάτσε κομμάτι να σέ δούμε» β. «φάε κομμάτι πριν φύγεις») 2. μουσική… …   Dictionary of Greek

  • κόμματος — ο 1. μεγάλο κομμάτι 2. ωραία και προκλητική γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. τού τ. κομμάτι, πρβλ. κεφάλι: κέφαλος, κλωνί: κλώνος] …   Dictionary of Greek

  • ξέσμα — το (Α ξέσμα) αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα αρχ. 1. το αποτέλεσμα τού ξέω, αυτό που λειάνθηκε 2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον» 3. αμυχή, χαραγή 4. η λιθογλυφία 5. απόξεση 6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός β) πρόκληση …   Dictionary of Greek

  • πεταχτούλης — α, ικο, Α 1. αυτός που έχει χαριτωμένη ευκινησία στις κινήσεις του 2. (για γυναίκα) α) ευκίνητη και ζωηρή β) προκλητική. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταχτός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. νοστιμ ούλης)] …   Dictionary of Greek

  • σεξ — Όρος, που προέρχεται από τη λατινική λέξη sexus, στα γαλλικά sex, που σημαίνει φύλο. Καθετί που έχει σχέση με το φύλο και με τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα δύο φύλα, εντάσσεται στην περιοχή του σεξ. Με το πέρασμα του χρόνου, ο όρος πήρε, σε …   Dictionary of Greek

  • σεξοβόμβα — η, Ν πολύ σεξουαλική, προκλητική γυναίκα …   Dictionary of Greek

  • χουλιγκανισμός — ο, Ν η βίαιη και προκλητική στάση και συμπεριφορά τών χούλιγκαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hooliganism < hooligan (βλ. χούλιγκαν) + κατάλ. ism (βλ. ισμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”